- μύνῃσι
- μύνηexcusefem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύνη — μύνη, ἡ (Α) πρόφαση, δικαιολογία («ἀλλ ἄγε μὴ μύνῃσι παρέλκετε» εμπρός, μην αναβάλλετε με προφάσεις, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει συνδεθεί με τους τ. ἀμύνω*, ἀμεύσασθαι] … Dictionary of Greek